καταμεσήμερο

καταμεσήμερο
το
1. η στιγμή του μεσημεριού: Το καταμεσήμερο τα πρόβατα κάθονται κάτω από τα δέντρα.
2. ως επίρρ., καταμεσήμερο ή καταμεσήμερα πάνω στο μεσημέρι: Μας ήρθαν καταμεσήμερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταμεσήμερο — το 1. η στιγμή τού μεσημεριού, η ακμή τής μεσημβρίας 2. (ως επίρρ.) καταμεσήμερο καταμεσήμερα* …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • μεσημεριάτικος — η, ο 1. ο μεσημεριανός 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μεσημεριάτικα και μεσημεριάτικο κατά το μεσημέρι, μέσα στο μεσημέρι, το καταμεσήμερο («πήγαν μεσημεριάτικα για επίσκεψη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα ατικος (πρβλ. ανοιξι άτικος,… …   Dictionary of Greek

  • ντάλα — επίρρ. (μόνο στη φρ.) «ντάλα μεσημέρι» ακριβώς το μεσημέρι, το καταμεσήμερο, μεσημεριάτικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dal «ακριβώς»] …   Dictionary of Greek

  • σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”